γραμματοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγραμματοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: γραμματοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) που συλλέγει τα γράμματα / επιστολές (από γραμματοκιβώτια ή αλλού)
- (καταχρηστικά) αντί του γραμματοσημοσυλλέκτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμματοσυλλέκτης
|