γραικοβούλγαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾe.koˈvul.ɣa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραι‐κο‐βούλ‐γα‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραικοβούλγαρος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραικοβούλγαρος
|
Πηγές επεξεργασία
- γραικοβούλγαρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)