(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γομαράκι τα γομαράκια
      γενική
    αιτιατική το γομαράκι τα γομαράκια
     κλητική γομαράκι γομαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γομαράκι < γομάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γομαράκι ουδέτερο

  1. για κάποιον (πιθανόν και άξεστο) μεγαλόσωμο άνδρα, αλλά όχι αρκετά μεγαλόσωμο ώστε να χαρακτηριστεί γομάρι,
  2. (αγενές) για παιδί με σωματότυπο εντυπωσιακό ως προς τις διαστάσεις για την ηλικία του,
  3. μεγαλόσωμο παιδί που έχει άξεστη συμπεριφορά
  4. άξεστο παιδί με κακή συμπεριφορά ανεξαρτήτως σωματότυπου και διαστάσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία