Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γνωσιοθεωρητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γνωσιοθεωρητικ
ός
η
γνωσιοθεωρητικ
ή
το
γνωσιοθεωρητικ
ό
γενική
του
γνωσιοθεωρητικ
ού
της
γνωσιοθεωρητικ
ής
του
γνωσιοθεωρητικ
ού
αιτιατική
τον
γνωσιοθεωρητικ
ό
τη
γνωσιοθεωρητικ
ή
το
γνωσιοθεωρητικ
ό
κλητική
γνωσιοθεωρητικ
έ
γνωσιοθεωρητικ
ή
γνωσιοθεωρητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γνωσιοθεωρητικ
οί
οι
γνωσιοθεωρητικ
ές
τα
γνωσιοθεωρητικ
ά
γενική
των
γνωσιοθεωρητικ
ών
των
γνωσιοθεωρητικ
ών
των
γνωσιοθεωρητικ
ών
αιτιατική
τους
γνωσιοθεωρητικ
ούς
τις
γνωσιοθεωρητικ
ές
τα
γνωσιοθεωρητικ
ά
κλητική
γνωσιοθεωρητικ
οί
γνωσιοθεωρητικ
ές
γνωσιοθεωρητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γνωσιοθεωρητικός
<
γνωσιολογικός
+
θεωρητικός
Επίθετο
επεξεργασία
γνωσιοθεωρητικός, -ή, -ό
άλλη μορφή
του
γνωσιολογικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γνωσιοθεωρητικός
→
δείτε
τη λέξη
γνωσιολογικός