γνέφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γνέφι | τα | γνέφια |
γενική | του | γνεφιού | των | γνεφιών |
αιτιατική | το | γνέφι | τα | γνέφια |
κλητική | γνέφι | γνέφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣne.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνέ‐φι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνέφι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του γνέφος
- ※ Κι ὅλα κοντά μου τἄφερνες, γνέφια, πουλιά κι ἀστέρια, / ποὔλεγα κ’ ἔτσι νἄκανα θὰ τἄπιανα στὰ χέρια.
- Γιάννης Ρίτσος, Ο Επιτάφιος
- ※ Κι ὅλα κοντά μου τἄφερνες, γνέφια, πουλιά κι ἀστέρια, / ποὔλεγα κ’ ἔτσι νἄκανα θὰ τἄπιανα στὰ χέρια.
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνέφι
→ δείτε τη λέξη σύννεφο |
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- γνέφι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)