↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γνέφος τα γνέφη
      γενική του γνέφους των γνεφών
    αιτιατική το γνέφος τα γνέφη
     κλητική γνέφος γνέφη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γνέφος < γ- + νέφος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣne.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνέ‐φος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γνέφος ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • γνέφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)