γλουταμίνη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλουταμίνη < γλουτ(ένιο) + αμίνη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γλουταμίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο H2N-CO-(CH2)2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Gln ή Q. Είναι αμίδιο του γλουταμινικού οξέος