Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλοιοβλάστωμα τα γλοιοβλαστώματα
      γενική του γλοιοβλαστώματος των γλοιοβλαστωμάτων
    αιτιατική το γλοιοβλάστωμα τα γλοιοβλαστώματα
     κλητική γλοιοβλάστωμα γλοιοβλαστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλοιοβλάστωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glioblastoma < αρχαία ελληνική γλοιός + βλαστόω (< βλαστός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλοιοβλάστωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία