γκαμπί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαμπί < γαλλική gambit < ιταλική gambetto < gamba < υστερολατινική gamba < αρχαία ελληνική καμπή (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) < *kh₂em-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /gamˈbi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐μπί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαμπί ουδέτερο άκλιτο
- (σκάκι) είδος ανοιγμάτων στο οποίο ο ένας παίκτης θυσιάζει ένα κομμάτι με σκοπό την απόκτηση καλύτερης τακτικής θέσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γκαμπί στη Βικιπαίδεια