γκαμπί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαμπί < γαλλική gambit < ιταλική gambetto < gamba < υστερολατινική gamba < αρχαία ελληνική καμπή (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) < *kh₂em-
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαμπί ουδέτερο άκλιτο
- (σκάκι) είδος ανοιγμάτων στο οποίο ο ένας παίκτης θυσιάζει ένα κομμάτι με σκοπό την απόκτηση καλύτερης τακτικής θέσης
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γκαμπί στη Βικιπαίδεια