Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το γιαγκίνι
      γενική
    αιτιατική το γιαγκίνι
     κλητική γιαγκίνι
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιαγκίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yangın +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιαγκίνι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (κυριολεκτικά, παρωχημένο) πυρκαγιά
    ※ σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι / στο ντουνιά δεν έχει γίνει (παραδοσιακό τραγούδι)
  2. (μεταφορικά, παρωχημένο) έντονο ερωτικό πάθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία