γιαγκίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιαγκίνι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | γιαγκίνι | ||
κλητική | γιαγκίνι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιαγκίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yangın + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιαγκίνι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (κυριολεκτικά, παρωχημένο) πυρκαγιά
- ※ σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι / στο ντουνιά δεν έχει γίνει (παραδοσιακό τραγούδι)
- (μεταφορικά, παρωχημένο) έντονο ερωτικό πάθος