Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεώφραγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γεώφραγμα
τα
γεωφράγμα
τ
α
γενική
του
γεωφράγμα
τ
ος
των
γεωφραγμά
τ
ων
αιτιατική
το
γεώφραγμα
τα
γεωφράγμα
τ
α
κλητική
γεώφραγμα
γεωφράγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεώφραγμα
<
γεω-
+
φράγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεώφραγμα
ουδέτερο
φράγμα
σε
σημείο
της
γης
, σε
ροή
ύδατος
, ώστε να σχηματιστεί τεχνητή
λίμνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεώφραγμα