γεωτρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγεωτρητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την γεώτρηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωτρητικός
|
γεωτρητικός, -ή, -ό
|