Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεφυρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γεφυρωτικ
ός
η
γεφυρωτικ
ή
το
γεφυρωτικ
ό
γενική
του
γεφυρωτικ
ού
της
γεφυρωτικ
ής
του
γεφυρωτικ
ού
αιτιατική
τον
γεφυρωτικ
ό
τη
γεφυρωτικ
ή
το
γεφυρωτικ
ό
κλητική
γεφυρωτικ
έ
γεφυρωτικ
ή
γεφυρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γεφυρωτικ
οί
οι
γεφυρωτικ
ές
τα
γεφυρωτικ
ά
γενική
των
γεφυρωτικ
ών
των
γεφυρωτικ
ών
των
γεφυρωτικ
ών
αιτιατική
τους
γεφυρωτικ
ούς
τις
γεφυρωτικ
ές
τα
γεφυρωτικ
ά
κλητική
γεφυρωτικ
οί
γεφυρωτικ
ές
γεφυρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεφυρωτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
γεφυρωτικός, -ή, -ό
που επιτρέπει τη
γεφύρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεφυρωτικός