→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γερασφόρος τὸ γερασφόρον
      γενική τοῦ/τῆς γερασφόρου τοῦ γερασφόρου
      δοτική τῷ/τῇ γερασφόρ τῷ γερασφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν γερασφόρον τὸ γερασφόρον
     κλητική ! γερασφόρε γερασφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γερασφόροι τὰ γερασφόρ
      γενική τῶν γερασφόρων τῶν γερασφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς γερασφόροις τοῖς γερασφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς γερασφόρους τὰ γερασφόρ
     κλητική ! γερασφόροι γερασφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γερασφόρω τὼ γερασφόρω
      γεν-δοτ τοῖν γερασφόροιν τοῖν γερασφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γερασφόρος < γέρας + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

γερασφόρος, -ος, -ον

  • που τον τιμούν, που του αποδίδουν γέρας