↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενόσημος η γενόσημη το γενόσημο
      γενική του γενόσημου της γενόσημης του γενόσημου
    αιτιατική τον γενόσημο τη γενόσημη το γενόσημο
     κλητική γενόσημε γενόσημη γενόσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενόσημοι οι γενόσημες τα γενόσημα
      γενική των γενόσημων των γενόσημων των γενόσημων
    αιτιατική τους γενόσημους τις γενόσημες τα γενόσημα
     κλητική γενόσημοι γενόσημες γενόσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενόσημος < γενόσημο + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

γενόσημος, -η, -ο

  1. (ιατρική) που έχει σχέση με τα γενόσημα ή αναφέρεται σ' αυτά
  2. που δηλώνει το γένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία