Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γενικολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γενικολογικ
ός
η
γενικολογικ
ή
το
γενικολογικ
ό
γενική
του
γενικολογικ
ού
της
γενικολογικ
ής
του
γενικολογικ
ού
αιτιατική
τον
γενικολογικ
ό
τη
γενικολογικ
ή
το
γενικολογικ
ό
κλητική
γενικολογικ
έ
γενικολογικ
ή
γενικολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γενικολογικ
οί
οι
γενικολογικ
ές
τα
γενικολογικ
ά
γενική
των
γενικολογικ
ών
των
γενικολογικ
ών
των
γενικολογικ
ών
αιτιατική
τους
γενικολογικ
ούς
τις
γενικολογικ
ές
τα
γενικολογικ
ά
κλητική
γενικολογικ
οί
γενικολογικ
ές
γενικολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γενικολογικός
<
γενικόλογος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
γενικολογικός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
γενικόλογος