γεματούτσικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεματούτσικος < γεμάτος
Επίθετο επεξεργασία
γεματούτσικος
- ευγενικό ή τρυφερό επίθετο για να χαρακτηριστεί κάποιος ευτραφής, λίγο πιο γεμάτος από το κανονικό, παχύς προς το αρκετά παχύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεματούτσικος
|