Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γελαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γελαστικ
ός
η
γελαστικ
ή
το
γελαστικ
ό
γενική
του
γελαστικ
ού
της
γελαστικ
ής
του
γελαστικ
ού
αιτιατική
τον
γελαστικ
ό
τη
γελαστικ
ή
το
γελαστικ
ό
κλητική
γελαστικ
έ
γελαστικ
ή
γελαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γελαστικ
οί
οι
γελαστικ
ές
τα
γελαστικ
ά
γενική
των
γελαστικ
ών
των
γελαστικ
ών
των
γελαστικ
ών
αιτιατική
τους
γελαστικ
ούς
τις
γελαστικ
ές
τα
γελαστικ
ά
κλητική
γελαστικ
οί
γελαστικ
ές
γελαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γελαστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
γελαστικός, -ή, -ό
που προκαλεί
γέλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γελαστικός