γαμόσταυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαμόσταυρος < από την υβριστική έκφραση γαμώ το σταυρό σου[1]
Επίθετο
επεξεργασίαγαμόσταυρος, -η, -ο
- (υβριστικό, προφορικό) αυτός που είναι άξιος να δεχτεί τη σχετική ύβρη
- ※ Πιο γαμόσταυρος δε γίνεται ρε φίλε, πεθαίνεις. Τέσπα, συνέχισε μόνος σου γέρο (από blog, ανάκτηση 22/7/2024)
- ※ Είναι, κοινώς, ένας λαός γαμόσταυρος (από φόρουμ, ανάκτηση 22/7/2024)
- ※ Μωρε όλα αυτά κατανοητά και αποτελεί σχεδόν νομοτέλεια αυτή η διαδικασία. Μπαγιόκο γαρ... ή όπως έλεγε ένας παλιός μπακάλης "φέρνω και έχω ό,τι θέλει ο γαμόσταυρος (!) ο πελάτης" Πολύ μεγάλη κουβέντα πέρα για πέρα αληθινή!! (από φόρουμ, ανάκτηση 22/7/2024)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαμόσταυρος
|