↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμόσταυρος η γαμόσταυρη το γαμόσταυρο
      γενική του γαμόσταυρου της γαμόσταυρης του γαμόσταυρου
    αιτιατική τον γαμόσταυρο τη γαμόσταυρη το γαμόσταυρο
     κλητική γαμόσταυρε γαμόσταυρη γαμόσταυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμόσταυροι οι γαμόσταυρες τα γαμόσταυρα
      γενική των γαμόσταυρων των γαμόσταυρων των γαμόσταυρων
    αιτιατική τους γαμόσταυρους τις γαμόσταυρες τα γαμόσταυρα
     κλητική γαμόσταυροι γαμόσταυρες γαμόσταυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμόσταυρος < από την υβριστική έκφραση γαμώ το σταυρό σου[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

γαμόσταυρος, -η, -ο

  • (υβριστικό, προφορικό) αυτός που είναι άξιος να δεχτεί τη σχετική ύβρη
    ※  Πιο γαμόσταυρος δε γίνεται ρε φίλε, πεθαίνεις. Τέσπα, συνέχισε μόνος σου γέρο (από blog, ανάκτηση 22/7/2024)
    ※  Είναι, κοινώς, ένας λαός γαμόσταυρος (από φόρουμ, ανάκτηση 22/7/2024)
    ※  Μωρε όλα αυτά κατανοητά και αποτελεί σχεδόν νομοτέλεια αυτή η διαδικασία. Μπαγιόκο γαρ... ή όπως έλεγε ένας παλιός μπακάλης "φέρνω και έχω ό,τι θέλει ο γαμόσταυρος (!) ο πελάτης" Πολύ μεγάλη κουβέντα πέρα για πέρα αληθινή!! (από φόρουμ, ανάκτηση 22/7/2024)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μιχάλης Ευστ. Σκανδαλίδης, Λεξικό του ιδιώματος της Νισύρου, Εταιρεία Νισυριακών Μελετών, Αθήνα, 2015, σελ. 163 [1]