γαμηλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαμηλιώτης < γαμήλι(ος) + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαμηλιώτης αρσενικό
- (δημοτική, σπάνιο, παρωχημένο) ο προσκεκλημένος σε γάμο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαμηλιώτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πολίτης, Νικόλαος Γ., Λαογραφικά σύμμεικτα, 1931, σελ. 251
- ↑ 2,0 2,1 Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος 1-4, 1939, σελ. 125
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .