πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμηλιώτης οι γαμηλιώτες
      γενική του γαμηλιώτη των γαμηλιωτών
    αιτιατική τον γαμηλιώτη τους γαμηλιώτες
     κλητική γαμηλιώτη γαμηλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμηλιώτης < γαμήλι(ος) + -ώτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαμηλιώτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πολίτης, Νικόλαος Γ., Λαογραφικά σύμμεικτα, 1931, σελ. 251
  2. 1 2 Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος 1-4, 1939, σελ. 125