↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμιώτης οι γαμιώτες
      γενική του γαμιώτη των γαμιωτών
    αιτιατική τον γαμιώτη τους γαμιώτες
     κλητική γαμιώτη γαμιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαμιώτης < γάμ(ος) + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαμιώτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία