↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαληνικός η γαληνική το γαληνικό
      γενική του γαληνικού της γαληνικής του γαληνικού
    αιτιατική τον γαληνικό τη γαληνική το γαληνικό
     κλητική γαληνικέ γαληνική γαληνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαληνικοί οι γαληνικές τα γαληνικά
      γενική των γαληνικών των γαληνικών των γαληνικών
    αιτιατική τους γαληνικούς τις γαληνικές τα γαληνικά
     κλητική γαληνικοί γαληνικές γαληνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαληνικός < Γαληνός + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

γαληνικός -ή -ό

  1. (ιατρική, παρωχημένο) που γιατρεύει σύμφωνα με τις διδαχές του Γαληνού
  2. (ιατρική, παρωχημένο) που αναφέρεται στις θεωρίες του Γαληνού
    ※  O 9ος ψευδο - γαληνικός όρος συγκροτείται από έξη ορισμούς της ιατρικής (Βυζαντινά: Επιστημονικόν Όργανον Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιατημίου, τομ. 19-20, 1998 σελ. 8)
  3. (φαρμακευτική) φάρμακο παρασκευασμένο στο φαρμακείο
    ※  "γαληνικό σκεύασμα εκτός φαρμακοποιίας" σημαίνει κάθε φάρμακο παρασκευασμένο στο φαρμακείο σύμφωνα με συνταγή προορισμένη για συγκεκριμένο ασθενή (Ο Περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος του 2001 (70(I)/2001), Κυπριακή Δημοκρατία, 2001 [1])
    ※  "γαληνικό σκεύασμα της εκάστοτε σε ισχύ φαρμακοποιίας" σημαίνει κάθε φάρμακο παρασκευασμένο στο φαρμακείο σύμφωνα με τις ενδείξεις συνταγολογίου και προοριζόμενο να χορηγηθεί απευθείας στους ασθενείς που προμηθεύονται φάρμακα από το φαρμακείο αυτό (όπως και παραπάνω, νόμος 70(I)/2001, Κυπριακή Δημοκρατία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία