↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλακτόρροια οι γαλακτόρροιες
      γενική της γαλακτόρροιας των γαλακτορροιών
    αιτιατική τη γαλακτόρροια τις γαλακτόρροιες
     κλητική γαλακτόρροια γαλακτόρροιες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλακτόρροια < αγγλική galactorrhoea < αρχαία ελληνική γάλα + ῥέω (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαλακτόρροια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία