Δείτε επίσης: γελοίος, γελοῖος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γέλοιος γελοί τὸ γέλοιον
      γενική τοῦ γελοίου τῆς γελοίᾱς τοῦ γελοίου
      δοτική τῷ γελοί τῇ γελοί τῷ γελοί
    αιτιατική τὸν γέλοιον τὴν γελοίᾱν τὸ γέλοιον
     κλητική ! γέλοιε γελοί γέλοιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γέλοιοι αἱ γέλοιαι τὰ γέλοι
      γενική τῶν γελοίων τῶν γελοίων τῶν γελοίων
      δοτική τοῖς γελοίοις ταῖς γελοίαις τοῖς γελοίοις
    αιτιατική τοὺς γελοίους τὰς γελοίᾱς τὰ γέλοι
     κλητική ! γέλοιοι γέλοιαι γέλοι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γελοίω τὼ γελοί τὼ γελοίω
      γεν-δοτ τοῖν γελοίοιν τοῖν γελοίαιν τοῖν γελοίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

γέλοιος, -α, -ον