βρῦτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βρῦτος | οἱ | βρῦτοι |
γενική | τοῦ | βρύτου | τῶν | βρύτων |
δοτική | τῷ | βρύτῳ | τοῖς | βρύτοις |
αιτιατική | τὸν | βρῦτον | τοὺς | βρύτους |
κλητική ὦ! | βρῦτε | βρῦτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρύτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρύτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρῦτος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρῦτος, -ου αρσενικό
- (ποτό) είδος μπύρας από κριθάρι
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 67 , 447b, @scaife.perseus, @el.wikisource
- πλὴν ἴδιόν τι συμβαίνει περὶ τὰς τῶν κριθῶν, τὸ καλούμενον πῖνον. ὑπὸ μὲν γὰρ τῶν λοιπῶν τε καὶ μεθυστικῶν οἱ μεθυσθέντες ἐπὶ πάντα τὰ μέρη πίπτουσι καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ καὶ πρηνεῖς καὶ ὕπτιοι, μόνοι δὲ οἱ τῷ πίνῳ μεθυσθέντες εἰς τοὐπίσω καὶ ὕπτιοι κλίνονται ταν δὲ κρίθινον οἶνον καὶ βρῦτόν τινες καλοῦσιν, ὡς Σοφοκλῆς ἐν Τριπτολέμῳ·
βρῦτον δὲ τὸν χερσαῖον οὐ φίλον πιεῖν.
καὶ Ἀρχίλοχος·
ὥσπερ παρ’ αὐλῷ βρῦτον ἢ Θρέιξ ἀνὴρ
ἢ Φρὺξ ἔβρυζε· κύβδα δ’ ἦν πονευμένη.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Σοφοκλή και ένα απόσπασμα του ποιητή Αρχίλοχου.
- πλὴν ἴδιόν τι συμβαίνει περὶ τὰς τῶν κριθῶν, τὸ καλούμενον πῖνον. ὑπὸ μὲν γὰρ τῶν λοιπῶν τε καὶ μεθυστικῶν οἱ μεθυσθέντες ἐπὶ πάντα τὰ μέρη πίπτουσι καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ καὶ πρηνεῖς καὶ ὕπτιοι, μόνοι δὲ οἱ τῷ πίνῳ μεθυσθέντες εἰς τοὐπίσω καὶ ὕπτιοι κλίνονται ταν δὲ κρίθινον οἶνον καὶ βρῦτόν τινες καλοῦσιν, ὡς Σοφοκλῆς ἐν Τριπτολέμῳ·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 67 , 447b, @scaife.perseus, @el.wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βρῦτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.