Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρωμιδρωσία οι βρωμιδρωσίες
      γενική της βρωμιδρωσίας των βρωμιδρωσιών
    αιτιατική τη βρωμιδρωσία τις βρωμιδρωσίες
     κλητική βρωμιδρωσία βρωμιδρωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρωμιδρωσία < βρομ- με παρωχημένη γραφή βρωμο- του βρομο- + ιδρώνω, ιδρωσ- + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρωμιδρωσία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία