οσμιδρωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσμιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osmidrosis + -σία < αρχαία ελληνική ὀσμή + ελληνιστική κοινή ἵδρωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοσμιδρωσία θηλυκό
- (σπάνιο) → δείτε τη λέξη βρωμιδρωσία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οσμιδρωσία
|