βραχιολάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βραχιολάτος
- αυτός που φέρει βραχιόλι ή βραχιόλια
- (αργκό) ο φερόμενος με χειροπέδες (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχιολάτος
|
βραχιολάτος
|