Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρέσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βρέσιμ
ο
τα
βρεσίμ
ατ
α
γενική
του
βρεσίμ
ατ
ος
των
βρεσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
βρέσιμ
ο
τα
βρεσίμ
ατ
α
κλητική
βρέσιμ
ο
βρεσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρέσιμο
< … <
αρχαία ελληνική
εὕρεσις
<
εὑρίσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βρέσιμο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
) η (
τυχαία
)
εύρεση
, η
ανεύρεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρέσιμο
→
δείτε
τις λέξεις
εύρεση
και
ανεύρεση