Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουλευτία οι βουλευτίες
      γενική της βουλευτίας των βουλευτιών
    αιτιατική τη βουλευτία τις βουλευτίες
     κλητική βουλευτία βουλευτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλευτία < βουλευτ(ής) + -ία → και δείτε τη λέξη βουλευτεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vu.leˈfti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐λευ‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουλευτία θηλυκό

  • (λόγιο, σπάνιο, πολιτική) άλλη γραφή του βουλευτεία
    ※  Ὁ Χατσόπουλος ὅμως ἐπανεξελέγη ὡς ζαϊμικὸς κατὰ τὰς ἐκλογὰς τῆς 17ης Νοεμβρίου 1902 εἰς τὴν Βουλὴν τῆς IΣT′ Περιόδου, ἥτις διήρκεσε μέχρι τέλους τοῦ 1904. Αὕτη δὲ ἧτο καὶ ἡ τελευταία βουλευτία του· διότι, ἀποτυχὼν κατὰ τὰς ἐπακολουθησάσας ἐκλογὰς τῆς 20ῆς Φεβρουάριου 1905, κατὰ τὰς ὁποίας συνετρίβη τὸ ζαϊμικὸν κόμμα, δὲν μετέσχε πλέον εἰς ἄλλον ἐκλογικὸν ἀγῶνα.
    Γεωργίου Αλ. Φαρμακίδη, Δημήτριος Χατσόπουλος, Παρνασσός, σελ. 530

  Μεταφράσεις επεξεργασία