Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοτσαλωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βοτσαλωτ
ός
η
βοτσαλωτ
ή
το
βοτσαλωτ
ό
γενική
του
βοτσαλωτ
ού
της
βοτσαλωτ
ής
του
βοτσαλωτ
ού
αιτιατική
τον
βοτσαλωτ
ό
τη
βοτσαλωτ
ή
το
βοτσαλωτ
ό
κλητική
βοτσαλωτ
έ
βοτσαλωτ
ή
βοτσαλωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βοτσαλωτ
οί
οι
βοτσαλωτ
ές
τα
βοτσαλωτ
ά
γενική
των
βοτσαλωτ
ών
των
βοτσαλωτ
ών
των
βοτσαλωτ
ών
αιτιατική
τους
βοτσαλωτ
ούς
τις
βοτσαλωτ
ές
τα
βοτσαλωτ
ά
κλητική
βοτσαλωτ
οί
βοτσαλωτ
ές
βοτσαλωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
βοτσαλωτός
(el)
γεμάτος / αποτελούμενος - συνιστάμενος από βότσαλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
cobbly
(en)