Ετυμολογία

επεξεργασία

βορειοελλαδίτικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοελλαδίτικος η βορειοελλαδίτικη το βορειοελλαδίτικο
      γενική του βορειοελλαδίτικου της βορειοελλαδίτικης του βορειοελλαδίτικου
    αιτιατική τον βορειοελλαδίτικο τη βορειοελλαδίτικη το βορειοελλαδίτικο
     κλητική βορειοελλαδίτικε βορειοελλαδίτικη βορειοελλαδίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοελλαδίτικοι οι βορειοελλαδίτικες τα βορειοελλαδίτικα
      γενική των βορειοελλαδίτικων των βορειοελλαδίτικων των βορειοελλαδίτικων
    αιτιατική τους βορειοελλαδίτικους τις βορειοελλαδίτικες τα βορειοελλαδίτικα
     κλητική βορειοελλαδίτικοι βορειοελλαδίτικες βορειοελλαδίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βορειοελλαδίτικος, βορειοελλαδίτικη, βορειοελλαδίτικο

  • αυτός που έχει σχέση με την Βόρεια Ελλάδα ή προέρχεται από αυτή

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)