βορειοελλαδίτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατα βορειοελλαδίτικα ουδέτερο, πληθυντικός
ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βορειοελλαδίτικος
- (λαϊκότροπο) τα βορειοελλαδικά
τα βορειοελλαδίτικα ουδέτερο, πληθυντικός
ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βορειοελλαδίτικος