Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βορειοασιατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βορειοασιατικ
ός
η
βορειοασιατικ
ή
το
βορειοασιατικ
ό
γενική
του
βορειοασιατικ
ού
της
βορειοασιατικ
ής
του
βορειοασιατικ
ού
αιτιατική
τον
βορειοασιατικ
ό
τη
βορειοασιατικ
ή
το
βορειοασιατικ
ό
κλητική
βορειοασιατικ
έ
βορειοασιατικ
ή
βορειοασιατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βορειοασιατικ
οί
οι
βορειοασιατικ
ές
τα
βορειοασιατικ
ά
γενική
των
βορειοασιατικ
ών
των
βορειοασιατικ
ών
των
βορειοασιατικ
ών
αιτιατική
τους
βορειοασιατικ
ούς
τις
βορειοασιατικ
ές
τα
βορειοασιατικ
ά
κλητική
βορειοασιατικ
οί
βορειοασιατικ
ές
βορειοασιατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βορειοασιατικός
<
βόρειος
+
ασιατικός
Επίθετο
επεξεργασία
βορειοασιατικός
ο σχετικός με το Βόρειο
Ασία
(χώρες, λαούς, πολιτισμούς)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βορειοασιατικός