Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοασιατικός η βορειοασιατική το βορειοασιατικό
      γενική του βορειοασιατικού της βορειοασιατικής του βορειοασιατικού
    αιτιατική τον βορειοασιατικό τη βορειοασιατική το βορειοασιατικό
     κλητική βορειοασιατικέ βορειοασιατική βορειοασιατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοασιατικοί οι βορειοασιατικές τα βορειοασιατικά
      γενική των βορειοασιατικών των βορειοασιατικών των βορειοασιατικών
    αιτιατική τους βορειοασιατικούς τις βορειοασιατικές τα βορειοασιατικά
     κλητική βορειοασιατικοί βορειοασιατικές βορειοασιατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βορειοασιατικός < βόρειος + ασιατικός

  Επίθετο επεξεργασία

βορειοασιατικός

  • ο σχετικός με το Βόρειο Ασία (χώρες, λαούς, πολιτισμούς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία