↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βόρδων οἱ βόρδωνες
      γενική τοῦ βόρδωνος τῶν βορδώνων
      δοτική τῷ βόρδων τοῖς βόρδωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βόρδων τοὺς βόρδωνᾰς
     κλητική ! βόρδων βόρδωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βόρδωνε
γεν-δοτ τοῖν  βορδώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βόρδων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόρδων αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) άλλη γραφή του βουρδών, το μουλάρι
    ※  6ος αιώνας κε Αέτιος ο Αμιδηνός,Ιατρικών, Βιβλίον 7, 51, 2-7
    Τὸ δὲ διὰ τοῦ οὔρου τοῦ βόρδωνος σκευαζόμενον ἐφέλκεται μὲν τούτου γενναιότερον, ἁρμόζει δὲ μᾶλλον τοῖς παχέσι τε καὶ ὠμοτέροις ῥεύμασι καὶ πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐπειδὰν προκαταπλασθέντα τύχῃ τῇ χαμαιμήλῳ, χλωρᾷ μὲν καὶ μόνῃ καὶ μετὰ στέατος χοιρείου προσφάτου, ξηρᾷ δὲ σὺν αὐτῷ τούτῳ καὶ τοῖς ἐκ κυάμου ἀλεύροις, καὶ ὑδρελαίου βραχύ τι καὶ γλυκέος προσειληφόσιν.