Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορβορώδης η βορβορώδης το βορβορώδες
      γενική του βορβορώδους της βορβορώδους του βορβορώδους
    αιτιατική τον βορβορώδη τη βορβορώδη το βορβορώδες
     κλητική βορβορώδη(ς) βορβορώδης βορβορώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορβορώδεις οι βορβορώδεις τα βορβορώδη
      γενική των βορβορωδών των βορβορωδών των βορβορωδών
    αιτιατική τους βορβορώδεις τις βορβορώδεις τα βορβορώδη
     κλητική βορβορώδεις βορβορώδεις βορβορώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βορβορώδης < βόρβορος + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

βορβορώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με βόρβορο
    Μόνο οι ήρωες μπορούν ν’ ανοίξουν φωτεινούς δρόμους στα βορβορώδη βάθη του υποσυνείδητου. (Jacques Lacarrière, Τα φτερά του Ίκαρου, μετάφραση Μίνωα Πόθου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία