βορβορώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβορβορώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με βόρβορο
- Μόνο οι ήρωες μπορούν ν’ ανοίξουν φωτεινούς δρόμους στα βορβορώδη βάθη του υποσυνείδητου. (Jacques Lacarrière, Τα φτερά του Ίκαρου, μετάφραση Μίνωα Πόθου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βορβορώδης
|