βολταδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vol.taˈðo.ɾos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολταδόρος αρσενικό (θηλυκό βολταδόρισσα)
- (ανεπίσημο) χαλαρός περιπατητής με σκοπό την αναψυχή
- (επάγγελμα, νεολογισμός αρχής 21ου αιώνα) που πηγαίνει βόλτα το σκύλο επί πληρωμή