βολιδοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βολιδοσκόπηση | οι | βολιδοσκοπήσεις |
γενική | της | βολιδοσκόπησης* | των | βολιδοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | βολιδοσκόπηση | τις | βολιδοσκοπήσεις |
κλητική | βολιδοσκόπηση | βολιδοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βολιδοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολιδοσκόπηση < βολιδοσκοπώ, βολιδοσκοπη- + -σις > -ση [1] Μορφολογικά αναλύεται σε βολίδ(α) + -ο- + -σκόπηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vo.li.ðoˈsko.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λι‐δο‐σκό‐πη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολιδοσκόπηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βολιδοσκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολιδοσκόπηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βολιδοσκόπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας