Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βολεψάκιας οι βολεψάκηδες
      γενική του βολεψάκια των βολεψάκηδων
    αιτιατική τον βολεψάκια τους βολεψάκηδες
     κλητική βολεψάκια βολεψάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βολεψάκιας < βολεύομαι + -άκιας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βολεψάκιας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία