βολεψάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βολεψάκιας | οι | βολεψάκηδες |
γενική | του | βολεψάκια | των | βολεψάκηδων |
αιτιατική | τον | βολεψάκια | τους | βολεψάκηδες |
κλητική | βολεψάκια | βολεψάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολεψάκιας αρσενικό
- (ειρωνικό) (προφορικό) αυτός που κοιτάει να βολευτεί, προσέχει μόνο τον εαυτό του, την πάρτη του, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολεψάκιας
|