Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαστητικός η βλαστητική το βλαστητικό
      γενική του βλαστητικού της βλαστητικής του βλαστητικού
    αιτιατική τον βλαστητικό τη βλαστητική το βλαστητικό
     κλητική βλαστητικέ βλαστητική βλαστητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαστητικοί οι βλαστητικές τα βλαστητικά
      γενική των βλαστητικών των βλαστητικών των βλαστητικών
    αιτιατική τους βλαστητικούς τις βλαστητικές τα βλαστητικά
     κλητική βλαστητικοί βλαστητικές βλαστητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαστητικός < ελληνιστική κοινή βλαστητικός < αρχαία ελληνική βλάστησις < βλαστάω < βλάστη / βλαστός

  Επίθετο επεξεργασία

βλαστητικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τη βλάστηση ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία