βιοφυσική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοφυσική < βιο- + φυσική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biophysics)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοφυσική θηλυκό
- (φυσική) (βιολογία) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συνδέονται με τα έμβια όντα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βιοφυσική στη Βικιπαίδεια