Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοενέργεια οι βιοενέργειες
      γενική της βιοενέργειας των βιοενεργειών
    αιτιατική τη βιοενέργεια τις βιοενέργειες
     κλητική βιοενέργεια βιοενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοενέργεια < βιο- + ενέργεια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bioenergy

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.eˈneɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐ε‐νέρ‐γει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοενέργεια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr