βιοενέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοενέργεια < βιο- + ενέργεια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bioenergy
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.o.eˈneɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐ε‐νέρ‐γει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοενέργεια θηλυκό
- (νεολογισμός) η ενέργεια που δημιουργείται από βιομάζα
- ※ Στην απεξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να οδηγήσει η επένδυση στη βιοενέργεια. (Επένδυση στη βιοενέργεια, Η Καθημερινή, 12 Μαΐου 2006)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr