βιοδιαθεσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοδιαθεσιμότητα < βιο- + διαθεσιμότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοδιαθεσιμότητα θηλυκό
- (φαρμακευτική) το κλάσμα της δραστικής ουσίας φαρμάκου που χορηγούμενο φθάνει στο στόχο, εκτός της ενδοφλέβιας έκχυσης
- ※ Σαν βιοδιαθεσιμότητα χαρακτηρίζεται η φαρμακοκινητική παράμετρος που καθορίζει το ποσό του φαρμάκου που υπάρχει διαθέσιμο στην κυκλοφορία και φτάνει τελικά στην περιοχή του οργάνου-στόχου (Φαρμακοκινητικές παράμετροι χρήσιμες στην καθημερινή πρακτική, myoskeletiko.com, 12/12/2010, [1])
- (βιολογία επιστήμες διατροφής) το ποσοστό απορρόφησης μιας λαμβανόμενης ουσίας από ένα οργανισμό, που ποικίλει από άτομο σε άτομο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοδιαθεσιμότητα