βιοαπορρόφηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοαπορρόφηση | οι | βιοαπορροφήσεις |
γενική | της | βιοαπορρόφησης* | των | βιοαπορροφήσεων |
αιτιατική | τη | βιοαπορρόφηση | τις | βιοαπορροφήσεις |
κλητική | βιοαπορρόφηση | βιοαπορροφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοαπορροφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοαπορρόφηση < βιο- + απορρόφηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοαπορρόφηση θηλυκό
- η απορρόφηση μιας ουσίας από κάποιον οργανισμό
- η απορρόφηση με βιολογικούς τρόπους και διαδικασίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοαπορρόφηση
|