βηματάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβηματάρης αρσενικό
- (χριστιανισμός, μοναστηριακό διακόνημα) μοναχός που είναι υπεύθυνος για το Άγιο Βήμα σε καθολικό ή άλλη μοναστηριακή εκκλησία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βηματάρης
|