βεροιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βεροιώτικος < Βεροιώτ(ης) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
βεροιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Βέροια και τους κατοίκους της
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεροιώτικος
|
βεροιώτικος, -η, -ο
|