Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βερμικουλίτης οι βερμικουλίτες
      γενική του βερμικουλίτη των βερμικουλιτών
    αιτιατική τον βερμικουλίτη τους βερμικουλίτες
     κλητική βερμικουλίτη βερμικουλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βερμικουλίτης
 
διογκωμένος βερμικουλίτης

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερμικουλίτης < αγγλική vermiculite + -της < λατινική vermiculus < vermis (σκουλήκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥mis (σκουλήκι) - από το σχήμα που αποκτούν οι κόκκοι του όταν διογκωθεί με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερμικουλίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία