βελτιοδοξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βελτιοδοξία < αρχαιοελληνικό βελτί-ων (= καλύτερος, συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός) + δόξ-α (= γνώμη)+ -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βελτιοδοξία θηλυκό
- (σπάνιο, νεολογισμός) η άποψη ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος (να βελτιωθεί) αν ο άνθρωπος το προσπαθήσει