βελονοφύλαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβελονοφύλαξ < βελόν(η) + -ο- + φύλαξ, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aiguilleur ( < aiguille: βελόνα, αλλά και δείκτης). Η λ. καταγράφεται στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Βλάχου, στην έκδοση του 1897, στη σ. 177· δεν υπήρχε στην έκδοση του 1871.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελονοφύλαξ αρσενικό (καθαρεύουσα)
- (λόγιο, σπάνιο) ο χειριστής του κλειδιού αλλαγής («βελόνης») σε σιδηροδρομική γραμμή
- ※ Καθήκοντα βελονοφύλακος (κλειδούχου) […] Σελ. 188
- Πάνος Μπασιάκος, Οργανισμός της Υπηρεσίας του Σιδηροδρόμου της Βορειοδυτικής Ελλάδος (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Αλέξ. Παπαγεωργίου, 1892), σ. ςʹ του «Πίνακος των περιεχομένων».
- ※ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΑΘΜΩΝ. Άρθρον 203. Η υπηρεσία των σταθμών διεξάγεται υπό των σταθμαρχών και του υπ' αυτούς προσωπικού. Τοιούτον είνε: […] 4) [Οι] κλειδούχοι (βελονοφύλακες)
- Πάνος Μπασιάκος, Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας Εκμεταλλεύσεως των Σιδηροδρόμων Αττικής (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου και Βιβλιοδετείου Ιωάννου Νικολαΐδου, 1906), σ. 125.
- ≈ συνώνυμα: κλειδοῦχος, κλειδούχος
- ※ Καθήκοντα βελονοφύλακος (κλειδούχου) […] Σελ. 188
Μεταφράσεις
επεξεργασία βελονοφύλαξ
Πηγές
επεξεργασία- Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1908), σ. 674 (λήμμα βελονοφύλαξ)· πρβ. τόμ. Β΄ (Αθήνα, 1909), σ. 200 (λήμμα κλειδοῦχος).
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .