Δείτε επίσης: βελονοφύλαξ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τελωνοφύλαξ οἱ τελωνοφύλακες
      γενική τοῦ τελωνοφύλακος τῶν τελωνοφυλάκων
      δοτική τῷ τελωνοφύλακι τοῖς τελωνοφύλαξι(ν)
    αιτιατική τὸν τελωνοφύλακα τοὺς τελωνοφύλακᾰς
     κλητική ! τελωνοφύλαξ τελωνοφύλακες
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελωνοφύλαξ (μαρτυρείται από το 1840) [1] < → και δείτε τη λέξη τελωνοφύλακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελωνοφύλαξ, -ακος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 986, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου